Σάββατο 31 Μαρτίου 2007

Για τα ταξίδια

Αν υπάρχει μια λέξη που να με περιγράφει, δεν νομίζω ότι θα διάλεγα άλλη εκτός από αυτήν - ταξίδι. Στο προοίμιο της Οδύσσειας ο Όμηρος γράφει μεταξύ άλλων: «γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές». Εκτιμά δηλαδή ο ποιητής τον Οδυσσέα, επειδή είναι πολυταξιδεμένος και γνωρίζει τις αντιλήψεις, τα ήθη και τα έθιμα πολλών ανθρώπων. Ο πολυταξιδεμένος, προκαλεί ακόμη και σήμερα το θαυμασμό μας και -όχι σπάνια- τη ζήλια μας. Αλλά από πού πηγάζει αυτή η μεγάλη αγάπη μας για τα ταξίδια;

Κατ’ αρχάς, νομίζω, από τη βαθύτερη ανάγκη μας να ξεφύγουμε, να δραπετεύσουμε από τις δυσβάσταχτες επαναλήψεις της καθημερινότητας και να ανανεώσουμε όλες μας τις παραστάσεις. Ο εσωτερικός κόσμος μας είναι άμεσα συνδεμένος με το εξωτερικό του περιβάλλον. Οι διαθέσεις μας, η καλή ή η κακή ψυχική μας κατάσταση, εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από όλα όσα μας περιβάλλουν. Η πλήξη, η ψυχική κούραση, η βαρεμάρα, το αίσθημα αδιαφορίας για τη ζωή και τις χαρές της, προκαλείται, πολλές φορές, από τη μονότονη επανάληψη των εικόνων που μας δίνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε. Όταν καθημερινά βλέπουμε τα ίδια πράγματα και τους ίδιους ανθρώπους, όταν βγαίνουμε από το σπίτι με τη βεβαιότητα πως τίποτα καινούργιο δεν πρόκειται να συναντήσουμε, τότε η βαρεμάρα, η ανία, μας παραμονεύει στη γωνιά του δρόμου, έτοιμη να χιμήξει πάνω μας και να μας κατασπαράξει. Και τότε, ο εσωτερικός μας κόσμος αντιδρά, εκδηλώνοντας μιαν έντονη τάση για φυγή. Θέλουμε να φύγουμε μακριά από όλα όσα μας πνίγουν, καιγόμαστε από την επιθυμία να δούμε, να ακούσουμε, να ψηλαφίσουμε, να μυρίσουμε και να γευτούμε πράγματα νέα και άγνωστα. Θέλουμε, με λίγα λόγια, να ταξιδέψουμε. Και δεν έχει σημασία αν το ταξίδι μας θα τελειώσει εδώ ή στην άλλη άκρη της γης. Το παν είναι το ίδιο το ταξίδι.

Η δεύτερη αιτία της μεγάλης αγάπης μας για τα ταξίδια είναι η έμφυτη τάση μας να γνωρίσουμε οτιδήποτε παραμένει άγνωστο. Η γνώση, όμως, προϋποθέτει μια κίνηση, μια πορεία, ένα ταξίδι. Όταν κάποιος κάνει εκδρομή, κάνει μια έξοδο - βγαίνει από κάπου για να πάει κάπου αλλού. Επομένως, κάθε ταξίδι είναι μια έξοδος και μια εκστρατεία με σκοπό την κατάκτηση. Αλλά από πού βγαίνουμε και τι επιθυμούμε να κατακτήσουμε, κάθε φορά που ταξιδεύουμε; Κατ’ αρχάς, βγαίνουμε από τον τόπο μας, από το καθημερινό μας περιβάλλον. Και πηγαίνουμε σ’ έναν νέο τόπο, σ’ ένα νέο περιβάλλον. Οι διαθέσεις μας, σε τούτο τον πηγαιμό, είναι κατακτητικές. Θέλουμε να κατακτήσουμε καθετί καινούριο που θα βρούμε, τόσο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού όσο και κατά την άφιξη στον προορισμό μας. Και θα το κατακτήσουμε ειρηνικά - δηλαδή, γνωρίζοντας το. Η γνώση είναι κατάκτηση, γι’ αυτό και τόσο συχνά μιλούμε για κατάκτηση όταν αναφερόμαστε στη γνώση. Και το ταξίδι είναι μια έξοδος και μια εκστρατεία με σκοπό την κατάκτηση, τη γνώση. Αλλά, όταν ταξιδεύουμε, δεν βγαίνουμε μόνο από το καθημερινό μας περιβάλλον. Βγαίνουμε και από τον καθημερινό μας εαυτό και τρέχουμε να συναντήσουμε τον «γιορτινό» μας εαυτό. Γινόμαστε πιο ξέγνοιαστοι, πιο χαρούμενοι, πιο ελεύθεροι. Το ταξίδι είναι, λοιπόν, μια έξοδος (και μια έφοδος) προς τη χαρά.


Η νύμφη Καλυψώ κρατάει τον Οδυσσέα φυλακισμένο στο νησί της για οκτώ περίπου χρόνια. Και προσπαθεί να τον πείσει να γίνει ταίρι της, τάζοντάς του την αθανασία και την αιώνια νεότητα. Αλλά εκείνος αρνείται πεισματικά να υποκύψει. Έχει πάντοτε στο μυαλό και στην καρδιά του πατρίδα και σύζυγο. Ο αρχαίος Έλληνας δεν μπορεί να μείνει για πάντα στον εξω-ανθρώπινο κόσμο, όσα θέλγητρα κι αν έχει αυτός. Επιθυμεί ή να επιστρέψει ανάμεσα στους ανθρώπους ή να πεθάνει. Ολόκληρη η Οδύσσεια είναι δομημένη πάνω σ’ αυτήν την αρχή. Ο Οδυσσέας περιπλανιέται για χρόνια ολόκληρα σ’ έναν κόσμο βαρβάρων, θεών και τεράτων, επιθυμώντας διακαώς τον νόστο του, την επιστροφή του στον κόσμο των ανθρώπων, στον κόσμο της κανονικότητας. Γι’ αυτό και όσα προσφέρει η Καλυψώ δεν είναι σε θέση να συγκινήσουν τον Οδυσσέα. Όλα αυτά μπορεί να φαντάζουν υπέροχα, αλλά δεν αρμόζουν σε ανθρώπους. Και ο Οδυσσέας είναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Η Ιθάκη και η Πηνελόπη οροθετούν τον δικό του κόσμο.

Κατά βάθος, νομίζω ότι όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν Οδυσσέα και όλοι θαυμάζουμε απεριόριστα όσους καταφέρνουν, σαν τον ομηρικό ήρωα, να ταξιδέψουν δώθε και κείθε. Η γοητεία που ασκεί πάνω μας το άγνωστο είναι τεράστια, καθώς, από τη φύση μας, επιθυμούμε να γνωρίζουμε ολοένα και περισσότερα πράγματα. Αλλά το ταξίδι δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση. Ο υποψήφιος ταξιδιώτης πρέπει να διαθέτει εφόδια ανάλογα με αυτά του Οδυσσέα. Πρέπει να γίνουμε κι εμείς πολύτροποι και συνετοί, για να μην ξεμείνουμε σε κάποιο ξερονήσι. Και, πάνω απ’ όλα, πρέπει να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας την Ιθάκη, δηλαδή την πραγματική ζωή, τον αληθινό κόσμο. Το ταξίδι είναι ταξίδι, μόνον όταν προϋποθέτει τον νόστο, δηλαδή την επιστροφή στον τόπο αναχώρησης. Γράφει ο Σεφέρης στο "Πάνω σ' έναν ξένο στίχο":

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.

Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρμα-
τωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του,
σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη

μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,
αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή

μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω
το μακρινό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φαν-

τασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του
κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που
βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του και το σκυλί
του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στ' ασπρισμένα

του γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν
πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το
δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι από την κάψα κι από τα χιόνια.

Θα 'λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα

που βλέπει μ' ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν τις α-
κούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη απ' ανάμεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να στοχα-
στούμε πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πά-
λεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και το σώμα.

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γίνει το

ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ' αρμηνέψει πώς να φτιάξω
κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου Τροία.

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,

λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα
δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο αγέρας,

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του

Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια·
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την
αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καρα-

βιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου να γίνεται τιμόνι.
Και να 'σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος σαν τ' άχερο στ' αλώνι.

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντι-

σμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν-έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθα-
μένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.

Μιλά... βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμά-

σουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στην καρδιά του χειμώνα.


Αν και όλα αυτά μπορεί να ταιριάζουν περισσότερο στα μακρινα ταξίδια, εν τούτοις για μένα τουλάχιστον βρίσκουν εφαρμογή και σε μικρότερα ταξίδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: